ρεκλαμαδόρος

ρεκλαμαδόρος
ο , ρεκλαμαδόρα η тот, кто рекламирует себя

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ρεκλαμαδόρος" в других словарях:

  • ρεκλαμαδόρος — ο, Ν αυτός που επιδεικνύει τα υπαρκτά και ανύπαρκτα χαρίσματα και προσόντα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεκλάμα + κατάλ. δόρος (πρβλ. τζογα δόρος)] …   Dictionary of Greek

  • ρεκλαματζής — ο, θηλ. ρεκλαματζού, Ν ο ρεκλαμαδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεκλάμα + κατά. τζής (πρβλ. πλακα τζής)] …   Dictionary of Greek

  • επιδειξίας — ο 1. αυτός που επιζητεί ευκαιρίες για επίδειξη (γνώσεων, πλούτου κτλ.), επιδεικτικός, ρεκλαμαδόρος. 2. (ιατρ.), αυτός που πάσχει από επιδειξιομανία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεκλαματζής — ο πληθ. ήδες, θηλ. ού και ρεκλαμαδόρος, ο θηλ. α αυτός που επιδείχνεται: Όλοι τον ήξεραν για μεγάλο ρεκλαμαδόρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»